μυλοειδής

μυλοειδής
μῠλο-ειδής, ές,
A like a millstone,

βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ Il.7.270

, cf. Batr.213a. Adv. -

δῶς, περιδινεῖσθαι Placit.2.2.4

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυλοειδής — like a millstone masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλοειδής — μηλοειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με μυλόπετρα. επίρρ... μυλοειδῶς (Α) με τρόπο που θυμίζει κατεργασία με μυλόπετρα, σαν μυλόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • μυλοειδεῖ — μυλοειδής like a millstone masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) μυλοειδής like a millstone masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλοειδεῖς — μυλοειδής like a millstone masc/fem acc pl μυλοειδής like a millstone masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλοειδές — μυλοειδής like a millstone masc/fem voc sg μυλοειδής like a millstone neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλοειδέσι — μυλοειδής like a millstone masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλοειδῶς — μυλοειδής like a millstone adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλώδης — μυλώδης, ῶδες (Α) [μύλη] μυλοειδής …   Dictionary of Greek

  • μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε …   Dictionary of Greek

  • μυλοειδέι — μυλοειδέϊ , μυλοειδής like a millstone dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”